αναριεύω

αναριεύω
[ανάριος]
1. τοποθετώ σε αραιά διαστήματα, αραιώνω
2. κάνω αραίωση, αφαιρώ, λιγοστεύω
3. κάνω κάτι αραιό κατά τη σύστασή του ανακατεύοντας το με νερό, αραιώνω
4. τοποθετούμαι σε αραιά διαστήματα, απομακρύνομαι από κάποιον
5. μετατοπίζομαι για να γίνει αραίωση, κάνω τόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανάριος — και ανάργιος –α, ο 1. ο μη πυκνός, ο αραιός κατά τη σύσταση 2. ο τοποθετημένος σε αραιά διαστήματα 3. επίρρ. ανάρια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αριός < αραιός, με συνίζηση. ΠΑΡ. αναριάζω, αναριεύω, αναριοσύνη, αναριώνω. ΣΥΝΘ. αναριοδόντης,… …   Dictionary of Greek

  • αναραιάζω — αναραιεύω, ανάραιος κ.λπ. βλ. αναριάζω, αναριεύω, ανάριος κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • αναριάζω — [ανάρια] αραιώνω, αναριεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”