- αναριεύω
- [ανάριος]1. τοποθετώ σε αραιά διαστήματα, αραιώνω2. κάνω αραίωση, αφαιρώ, λιγοστεύω3. κάνω κάτι αραιό κατά τη σύστασή του ανακατεύοντας το με νερό, αραιώνω4. τοποθετούμαι σε αραιά διαστήματα, απομακρύνομαι από κάποιον5. μετατοπίζομαι για να γίνει αραίωση, κάνω τόπο.
Dictionary of Greek. 2013.